ατμοπλοΐα — η 1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια 2. ατμοπλοϊκή εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοΐα < πλο ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Панэллинион (пароход) — «ПАНЭЛЛИНИОН» «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ» … Википедия
ατμοσειρήνα — Συσκευή που λειτουργεί με ατμό και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα ατμόπλοια για να εκπέμπει ηχητικά σήματα. Ο ατμός μπαίνει σε μία κυλινδρική θήκη με διπλά τοιχώματα και εκρέει με ορμή από λοξές σχισμές του εσωτερικού τοιχώματος. Το ρεύμα αυτό του … Dictionary of Greek
ατμοπλοϊκός — ή, ό επίρρ. ώς αυτός που ανήκει στην ατμοπλοΐα ή γίνεται με ατμόπλοια: Οι ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες έχουν σχεδόν εκτοπιστεί από τις αεροπορικές και τις αυτοκινητικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Heraklion (Schiff) — Die Heraklion (nach der kretischen Hafenstadt Iraklio) war ein Schiff der Reederei Typaldos (Aegean Steam Shipping Tipaldos Bros, griech.:Ατμοπλοΐα Αιγαίου Αδελφών Σ. Τυπάλδου). Es sank am 8. Dezember 1966 südöstlich der Insel Falkonera auf der… … Deutsch Wikipedia
Iraklion (Schiff) — Die Iraklion (nach der kretischen Hafenstadt Iraklio) war ein Schiff der Reederei Typaldos (Aegean Steam Shipping Tipaldos Bros, griech.:Ατμοπλοΐα Αιγαίου Αδελφών Σ. Τυπάλδου). Es sank am 8. Dezember 1966 südöstlich der Insel Falkonera auf der… … Deutsch Wikipedia
Македония (пароход) — «МАКЕДОНИЯ» «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» Служба … Википедия
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… … Dictionary of Greek